Η Κύπρος παραμένει ανάμεσα στις λίγες χώρες στον κόσμο όπου γίνεται ενεργός ιχνηλάτηση επαφών και στην κοινότητα
Η εξέλιξη της επιδημίας COVID19 στην Κύπρο είχε κάποιες ιδιαιτερότητες. Κατ’αρχάς, μάλλον λόγω της γεωγραφικής θέσης και της έγκαιρης λήψης μέτρων πρόληψης μετάδοσης, τα πρώτα θετικά κρούσματα COVID19 εμφανίστηκαν σχετικά αργά σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Μία άλλη παρατήρηση ήταν ο σημαντικός αριθμός «εισερχομένων» κρουσμάτων, που, στις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας, αναλογούσαν έως και στα μισά κρούσματα που εντοπίζονταν. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν περιστατικά μετάδοσης της νόσου σε μεγάλες ομάδες από ένα μοναδικό άτομο, κυρίως σε νοσοκομεία. Όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, οι ιδιαιτερότητες αυτές στην Κύπρο μεταβάλλονται στη διάρκεια της επιδημίας.
Η εμφάνιση θετικών κρουσμάτων COVID19 σε μία χώρα σηματοδοτεί την ανάγκη άμεσης ενεργοποίησης της διαδικασίας ιχνηλάτησης και της εφαρμογής μέτρων περιορισμού της μετάδοσης. Το ζητούμενο στις περιπτώσεις αυτές είναι να εντοπιστούν έγκαιρα και να περιοριστούν τα θετικά κρούσματα και οι επαφές τους και, παράλληλα, να παρασχεθεί η απαραίτητη ιατρονοσηλευτική φροντίδα σε όσους νοσούν.
Η τυπική επιδημική καμπύλη περιστατικών στην περίπτωση του COVID19 αποτελείται από μία φάση σταθερής μετάδοσης, μία άνοδο (με σταθερή ή «απότομη» πορεία αναλόγως του ρυθμού μετάδοσης), έως την κορυφή (ο μέγιστος αριθμός κρουσμάτων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα), ακολουθούμενη είτε από μία σταθερή συρροή κρουσμάτων (πλατώ) είτε από μία μείωση, η οποία μπορεί να είναι και πάλι απότομη ή σταδιακή, αναλόγως του βαθμού αποτελεσματικότητας των μέτρων που εφαρμόζονται.
Στην Κύπρο η σταδιακή αύξηση των κρουσμάτων ήταν αναμενόμενη και πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Κάποιοι λόγοι έχουν να κάνουν με την ανίχνευση και ερμηνεία των απλών αριθμών που δημοσιοποιούνται, αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας είναι η διασπορά και η μετάδοση εντός της κοινότητας, που θα συνεχιστεί σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό, εφόσον δεν τηρείται η φυσική αποστασιοποίηση.
Τις τελευταίες ημέρες, η δυνατότητα εργαστηριακής εξέτασης δειγμάτων ανά ημέρα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, οδηγώντας σε ταχύτερη διάγνωση των θετικών κρουσμάτων. Αυτό, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, μπορεί να εξηγήσει την απότομη αύξηση του αριθμού των θετικών περιστατικών που παρατηρήθηκε προ ολίγων ημερών. Ταυτόχρονα όμως καταδεικνύει τη σημασία του παρονομαστή, που στην περίπτωση αυτή είναι ο αριθμός δειγμάτων ανά ημέρα. Επιπλέον, η ημέρα λήψης του δείγματος μπορεί να ποικίλλει από άτομο σε άτομο και άρα ο αριθμός των ανακοινωθέντων κρουσμάτων δεν είναι απαραίτητα άμεσα ανάλογος της ημερήσιας αύξησης.
Όπως προαναφέρθηκε, η Κύπρος παραμένει ανάμεσα στις λίγες χώρες στον κόσμο όπου γίνεται ενεργός ιχνηλάτηση επαφών και στην κοινότητα. Η ενισχυμένη πλέον δυνατότητα εργαστηριακής διερεύνησης από Δημόσια Νοσοκομεία και, πιθανόν στο άμεσο μέλλον από αξιόπιστα ιδιωτικά εργαστήρια, κατατάσσουν την Κύπρο ανάμεσα στις χώρες με τον υψηλότερο λόγο εργαστηριακών εξετάσεων/πληθυσμό, γεγονός που βοηθά στον έγκαιρο εντοπισμό των θετικών επαφών, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού ομάδων με υψηλή μετάδοση του ιού (τα λεγόμενα «clusters»).
Μία άλλη παράμετρος, που πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν, τόσο κατά την ερμηνεία της εξέλιξης των θετικών κρουσμάτων όσο και στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων πρόληψης της μετάδοσης, είναι ο χρόνος επώασης του ιού SARSCoV2. Το διάστημα αυτό, συνήθως 5-7 έως και 14 ημέρες, είναι μεγαλύτερο σε σχέση με άλλες κοινές ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού και ευθύνεται σε κάποιο βαθμό για την αυξημένη μετάδοση του ιού, καθώς ένα άτομο μπορεί να βρεθεί θετικό (με ή χωρίς συμπτώματα) αρκετές ημέρες αφού είχε προσβληθεί και, στο μεταξύ, ο/η ίδιος/α να μετέδιδε. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο συνιστάται απομόνωση για 14 ημέρες ύποπτων ατόμων αλλά και όσων είχαν στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα. Αυτό έχει και σαν συνέπεια, τις επόμενες ημέρες, να συνεχίζουν να εντοπίζονται περιστατικά τα οποία είχαν προσβληθεί μέσω στενής επαφής που έλαβεν χώραν ακόμα και πριν τα ενισχυμένα μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας της 24ης Μαρτίου. Αξίζει επίσης να τονισθεί ότι επιπλέον του μεγάλου χρόνου επώασης, η νόσος COVID19 διαδράμει μακρά πορεία, με αποτέλεσμα ένα βαρύ περιστατικό, με νοσηλεία σε θάλαμο ή σε μονάδα εντατικής θεραπείας, να χρειαστεί να παραμείνει στο νοσοκομείο έως και αρκετές εβδομάδες.
Ο χρόνος επώασης του ιού έχει επιπτώσεις και στον εντοπισμό των «εισερχόμενων» κρουσμάτων. Οι περιορισμοί στα ταξίδια είναι πρόσφατοι και εμπίπτουν στον χρόνο επώασης του ιού. Σε συνδυασμό με την παρατήρηση ότι αρκετοί ταξιδιώτες από το εξωτερικό βρέθηκαν να φέρουν ή και να μεταδίδουν τον ιό, δικαιολογούν την απόφαση για απομόνωση μετά την άφιξή τους στην Κύπρο. Ωστόσο, σταδιακά αναμένεται ο αριθμός των θετικών περιστατικών από το εξωτερικό να εκλείψει, αν και δεν αποκλείεται να βρεθούν θετικές οι επαφές τους.
Όπως καθίσταται εμφανές, η αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων που εστιάζουν στον περιορισμό μετακινήσεων και επαφών δεν θα φανεί μέχρι αρκετές ημέρες μετά την εφαρμογή τους και όχι πριν την πάροδο τουλάχιστον ενός «κύκλου» μετάδοσης, θεωρώντας ότι μέχρι και 24/3 ελάμβαναν χώραν αρκετές στενές επαφές. Συνεπώς, η ημερήσια διακύμανση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, όση έχει η αξιολόγηση της εξέλιξής τους σε βάθος χρόνου και όχι πριν παρέλθουν τουλάχιστον 14 ημέρες από την εφαρμογή των νέων μέτρων.
Δύο πιθανότερα σενάρια
Τι αναμένεται λοιπόν; Δύο είναι τα πιθανότερα σενάρια. Στο πρώτο, δεδομένου ότι ο βαθμός εντοπισμού, περιορισμού επαφών και συμμόρφωσης με τα μέτρα ξεπερνά ένα «κριτικό» όριο, η ροή κρουσμάτων θα είναι σταθερή και ελεγχόμενη, ακολουθούμενη από μία μείωση. Στο δεύτερο σενάριο, όπου ο βαθμός περιορισμού δεν είναι ο επιθυμητός, η συρροή κρουσμάτων θα συνεχίσει να αυξάνεται, η επιδημική καμπύλη θα είναι ανοδική, με δυσοίωνες προβλέψεις όσον αφορά την κορύφωσή της. Κατ’ επέκτασιν, η απόδοση της ιχνηλάτησης θα μειωθεί σημαντικά, καθώς δεν θα υπάρχει πρακτικά δυνατότητα έγκαιρης ανίχνευσης, εργαστηριακής διερεύνησης και απομόνωσης, οδηγώντας σε περαιτέρω και ανεξέλεγκτη διασπορά στην κοινότητα. Στην περίπτωση αυτή, το καίριο ερώτημα δεν θα είναι ο μέγιστος αριθμός των θετικών κρουσμάτων, αλλά η δυνατότητα του συστήματος υγείας στην παροχή βέλτιστης φροντίδας υγείας, με υψηλή την πιθανότητα αυτή να ξεπεραστεί.
Αυτήν τη δύσκολη περίοδο, το πολυτιμότερο όπλο που έχει η δημόσια υγεία κατά της πανδημίας είναι η βέλτιστη λειτουργία των δομών υγείας. Οι δομές υγείας πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα παροχής φροντίδας στα σοβαρά περιστατικά, στους βαρέως πάσχοντες και στις ευπαθείς ομάδες ασθενών και ο καλύτερος τρόπος θωράκισής τους είναι η διασφάλιση «διαχειρίσιμου» αριθμού περιστατικών στον πληθυσμό. Η προστασία του συστήματος και των δομών υγείας είναι άμεση συνάρτηση του βαθμού της κοινωνικής και φυσικής αποστασιοποίησης και άρα της συμμόρφωσής μας με τα μέτρα περιορισμού.
*Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Μέλος Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής Υπουργείου Υγείας